-
1 εὐλαβής
A taking hold well, holding fast, clinging, metaph.,πενία Luc.Tim. 29
: lit. in Adv.εὐλαβῶς, κατέχειν Ael.NA3.13
, 6.55 ([comp] Sup.): but mostly,II metaph., undertaking prudently, discreet, cautious, Democr.91, Pl.Plt. 311a, al.; τὸ εὐλαβές, = εὐλάβεια, ib.b;εὐλαβὴς περί τι Plu.CG3
; τὸ πρὸς τὰ μεγάλα τῶν τετολμημένων εὐ. Hdn.2.8.2; εὐ. ἀπό τινος keeping from.., LXX Le. 15.31. Adv. -;εὐ. διακείμενος D.S.13.12
, etc.: [comp] Comp. - εστέρως E.IT 1375; -έστερον διακεῖσθαι πρός τι Plb.1.18.1
.2 reverent, pious, LXX Mi.7.2 (v.l. εὐσεβής), Ev.Luc.2.25, Act.Ap.2.5, etc.: [comp] Sup.- έστατος, as title, Dionys.Ep.71, Procop.Gaz.Ep. 126.III [voice] Pass., easy to get hold of,κέρκος Luc.Lex.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλαβής
-
2 ευλαβης
21) осторожный, осмотрительный(τὰ ἀρχόντων ἤθη Plat.)
2) боязливый, робкий(εὐ. καὴ δύσελπις Plut.)
3) от которого нелегко уберечься, цепкий(πενία Luc.)
4) с осторожностью сделанный, осторожный, благоразумный(μετάβασις Plat.)
5) богобоязненный NT. -
3 εὐ-λαβής
εὐ-λαβής, ές, 1) gut, sicher fassend, festhaltend, εὐλαβέστατα καὶ ἐγκρατέστατα κατεῖχεν Ael. H. A. 6, 55, vgl. 3, 13; – pass., leicht zu fassen, πενία εὐλ. καὶ μυρία τὰ ἄγκιστρα ἐξ ἅπαντος τοῦ σώματος ἐκπεφυκότα ἔχουσα Luc. Tim. 29. Gew. – 2) bedächtig anfassend, vorsichtig unternehmend, sich in Acht nehmend; Plat. vrbdt τὰ σωφρόνων ἀρχόντων ἤϑη σφόδρα εὐλαβῆ καὶ δίκαια, Polit. 311 a; σμικρὰ κατάβασις εὐλαβής Legg. V, 736 d, wie wir: ein vorsichtiges Hinabsteigen; τὸ εὐλαβές, die Vorsicht, Gewissenhaftigkeit, Polit. 311 b, wie Sp.; Dem. nennt sich 19, 206 εὐλαβής, während ihn seine Gegner ἄτολμος καὶ δειλὸς πρὸς τοὺς ὄχλο υς nennen; εὐλαβεῖς καὶ πεφυλαγμένοι περὶ τὰς κρίσεις Plut. C. Gracch. 3, öfter; bei K. S. = gottesfürchtig. – Aber auch = ängstlich, schüchtern, καὶ δυςέλπιστος Plut. Fab. 17, öfter; καὶ δειλός Arist. – Adv. vorsichtig, ἀμ ύνεσϑαι Plat. Soph. 246 b; εὐλαβέστερον διακεῖσϑαι πρὸς τὰς ἐπιϑέσεις Pol. 1, 18, 1, a. Sp.; εὐλαβεστέ-ρως, Eur. I. T. 1375.
-
4 εὐ-λαβέομαι
εὐ-λαβέομαι, Dep. pass., tut. εὐλαβήσομαι, bei den LXX. auch εὐλαβηϑήσομαι, wie ein εὐλαβής handeln, bedächtig sein, sich in Acht nehmen; εὐλαβοῦ βρόμον, μή σ' ἀναρπάσῃ Aesch. frg. 181; εὐλαβοῦ δὲ μὴ φανῇς κακός Soph. Tr. 1119; absol., εὐλαβήϑητι O. R. 47; mit dem inf., εὐλαβούμενος πεσεῖν, sich hütend zu fallen, 616, wie Eur. εὐλαβοῦ λύσσης μετασχεῖν τῆς ἐμῆς Or. 791; εὐλαβεῖτο μὴ σώζειν φίλους 1059, wie Ar. εὐλαβώμεϑα τὸ λοιπὸν αὖϑις μὴ 'ξαμαρτάνειν ἔτι, hüten wir uns, nicht wieder zu fehlen, Lys. 1278; εὐλαβοῦ μή τι σὸν σφαλῇ στόμα Eur. Hipp. 100; εὐλαβοῦ μὴ 'κφύγῃ σε Ar. Equ. 253. – Plat. u. die Folgdn gew. mit folgendem μή, sowohl mit dem conj. od. optat., als mit dem inf.; εὐλαβεῖσϑε μή πη ἐξαπατήσω ὑμᾶς Plat. Rep. VI, 507 a; εὐλαβεῖσϑαι μὴ μοῖραν αἱρεῖσϑαι κρεῶν Charm. 155 d; εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ οἱχήσομαι Phaed. 91 c; auch c. acc., τὴν κύνα Ar. Lys. 1215; πενίαν ἢ πόλεμον Plat. Rep. II, 372 c, öfter; τὰς διαβολάς Isocr. 1, 17; τὰς μυίας Arist. H. A. 9, 5; εὐλαβηϑείς entspricht dem φροντίσας, Dem. 24, 109; c. int., Aesch. 1, 25; περί τι, Plat. Ion 537 a; περί τινος, D. Sic. 4, 73; ἀμφί τινι, Luc. Gall. 21; – τὸν ξενικὸν ϑεόν, scheuen, verehren, Plat. Legg. IX, 879 e; vgl. Περικλῆς τὸν δῆμον εὐλαβεῖτο Plut. Pericl. 7. – Wahrnehmen, καιρόν, den rechten Zeitpunkt benutzen, Eur. Or. 699; Moeris p. 144 erkl. εὐλαβ. im Sinne von φυλάττεσϑαι für attisch, im Sinne von φοβεῖσϑαι für hellenistisch. – Vom act. führt Phot. lex. εὐλάβησον u. εὐλαβῆσαι an.
-
5 εὐ-λάβεια
εὐ-λάβεια, ἡ, das Wesen u. Benehmen des εὐλαβής, Bedächtigkeit, Vorsicht; εὐλ. τῶν ποιουμένων Soph. O. C. 116; εὐλάβειαν τῶνδε προὐϑέμην ἐγώ, ich habe mich in Acht genommen, El. 1326; ἡ γὰρ εὐλ. σώζει πάντα Ar. Av. 377; εὐλάβειαν ἔχων μή Plat. Prot. 321 a; μία εὐλ. αὕτη τὸ μὴ γεύεσϑαι, daß sie nicht kosten, Rep. VII, 539 a; εἰς φόβον καὶ συκοφαντίας εὐλάβειαν καϑιστάντες Dem. 23, 15; ταῠτα εὐλαβείας οὐ μικρᾶς δεῖται 19, 262, wie εὐλαβείας ἂν δόξειεν εἶναι πολλῆς, man muß sehr vorsichtig sein, sich hüten, Arist. polit. 2, 8; – ἡ πρὸς τὸ ϑεῖον εὐλάβεια, Scheu vor Gott, Gottesfurcht, D. Sic. 13, 12; Plut. Camill. 21 u. öfter, u. a. Sp., auch περὶ τὸ ϑεῖον, Acmil. Paul. 3; – πληγῶν εύλάβεια, das sich Hüten vor den Hieben, Pariren derselben, Plat. Legg. VII, 815 a; δι' εὐλαβείας ἔχειν τινά, sich vor Einem in Acht nehmen, D. Hal. 5, 38. – Im übeln Sinne, Unentschlossenheit, Plut. Fab. Max. 1; auch = Furchtsamkeit, Hdn. 5, 2, 5.
См. также в других словарях:
ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
Minuscule 537 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 537 The first page of Mark … Wikipedia
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek